νευροσύφιλη

νευροσύφιλη
η
ιατρ.
1. ονομασία που δίνεται στις ειδικές συφιλιδικές αλλοιώσεις τών μεσοδερμικών στοιχείων τού κεντρικού νευρικού συστήματος, δηλ. τών μηνίγγων και τών αγγείων τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού
2. η νωτιάδα φθίση και η προϊούσα παράλυση τής όψιμης σύφιλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριπληγία — η, Ν ιατρ. παράλυση τριών άκρων τού σώματος, όπως π.χ. στην νευροσύφιλη και σε περιπτώσεις εγκεφαλικού τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triplegia < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + plegia (< πληγή +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”